νήσσας

νήσσας
νήσσᾱς , νῆττα
duck
fem acc pl
νήσσᾱς , νῆττα
duck
fem gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γεροντάκι — το και γεροντάκος και κης και γεράκος και γερούλης, ο 1. μικρόσωμος ή αξιολύπητος γέρος 2. (θωπευτικά) ο γέρος 3. (πτηνλ.) κν. ονομασία τής Νήσσας* της χειμερινής …   Dictionary of Greek

  • νησσάριο — το (ΑΜ νησσάριον, Α και αττ. τ. νηττάριον, Μ και νησσάρι[ο]ν) νεογνό νήσσας, παπάκι ή μικρόσωμη νήσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νῆσσα / νῆττα «πάπια» + υποκορ. κατάλ. άριο(ν)] …   Dictionary of Greek

  • πάπια — Η π. είναι πτηνό που ονομάζεται και νήσσα. Αριθμεί 75 είδη, διαδεδομένα σχεδόν σε όλη την υδρόγειο. Πρόκειται για πουλιά με παχύ σώμα, κοντό λαιμό, πλατύ ράμφος και κοντά πόδια με ανεπτυγμένες τις μεμβράνες των δακτύλων τους, γεγονός στο οποίο… …   Dictionary of Greek

  • πηνέλοψ — και δωρ. τ. πανέλοψ, οπος, ὁ, Α είδος νήσσας, πάπιας, με πορφυρές ταινίες στο πτέρωμά της, κοινώς γνωστό σήμερα ως σφυριχτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα οψ, που απαντά και σε άλλα ονόματα πουλιών (πρβλ. αέρ οψ, δρύ οψ, μέρ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”